Μετά από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, το καπιταλιστικό κατεστημένο της Δύσης, στο πλαίσιο των προπαγανδιστικών του προσπαθειών, πρόβαλε το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως αδιαμφισβήτητο και βασικό πυλώνα της παγκοσμιοποίησης. Όμως η ιστορική πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκη. Οι νεοϊδρυθείσες «φιλελεύθερες δημοκρατίες» αποδείχθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ολιγαρχικές και άκρως διεφθαρμένες. Επίσης, στην ίδια χρονική περίοδο, τα δυτικά τους πρότυπα (κράτη μέντορες) είχαν ήδη αρχίσει να μετατρέπονται σε όλο και πιο ολιγαρχικά συστήματα, με κορυφαίους δείκτες την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, την ισχύ και τον καθοριστικό ρόλο των ιδιωτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, την ενίσχυση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (το σύστημα των funds) κ.λπ. Έτσι, στο λίκνο του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, άρχισε και πάλι μια σοβαρή συζήτηση για την κρίση της δημοκρατίας. Αυτή η συζήτηση στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής οικονομίας εκκίνησε επίσημα το 1975 με μια μελέτη που συνέταξαν ο Michel J. Crozier (Μισέλ Κροζιέ), ο Samuel P. Huntington (Σάμιουελ Χάντινγκτον) και ο Joji Watanuki (Χότζι Γουάτανουκι) για την Τριμερή Επιτροπή (Trilateral Commission), υποστηρίζοντας ότι η δημοκρατία κινδυνεύει από την υπερβολική δημοκρατία. Συγκεκριμένα, οι Crozier, Huntington και Watanuki υποστηρίζουν ότι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα προβλήματα διακυβέρνησης «προέρχονται από την υπερβολική δημοκρατία» και, ως εκ τούτου, ζητούν να αναληφθούν δράσεις «για την αποκατάσταση του κύρους και της εξουσίας των θεσμών της κεντρικής κυβέρνησης» (Michel J. Crozier, Samuel P. Huntington, and Joji Watanuki, The Crisis of Democracy: Report on the Governability of Democracies to the Trilateral Commission, New York: The Trilateral Commission and New York University Press, 1975, σελ. 113, 170).
Ο Michel J. Crozier ήταν διακεκριμένος Γάλλος κοινωνιολόγος και ακαδημαϊκός και, το 1999, έγινε μέλος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (Académie des Sciences Morales et Politiques) της Γαλλίας. Ο Samuel P. Huntington ήταν διακεκριμένος Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και ακαδημαϊκός, πέρασε περισσότερο από μισό αιώνα στο Πανεπιστήμιο Harvard (όπου έγινε διευθυντής του Κέντρου Διεθνών Υποθέσεων του Harvard και κατείχε τον τίτλο τού Albert J. Weatherhead III University Professor), και, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Jimmy Carter, ο Huntington ήταν ο συντονιστής του Λευκού Οίκου για τον σχεδιασμό ασφάλειας και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Ο Joji Watanuki δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και στο Πανεπιστήμιο Sophia στην Ιαπωνία από το 1955 έως το 1999. Η Τριμερής Επιτροπή (Trilateral Commission) είναι ένας μη κυβερνητικός διεθνής οργανισμός που αποσκοπεί στην προώθηση στενότερης συνεργασίας μεταξύ της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, και ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1973, κυρίως από τον διακεκριμένο Αμερικανό τραπεζίτη David Rockefeller (Ντέιβιντ Ροκφέλερ).
Στη μετασοβιετική Ρωσία, το πνεύμα και η μεθοδολογία του προαναφερθέντος συγγράμματος των Crozier, Huntington και Watanuki άσκησαν σημαντική επιρροή σε αρκετά μέλη της ρωσικής ελίτ, όπως ο Ρώσος πολιτικός επιστήμονας και δημόσιος λειτουργός Sergey Alexandrovich Karaganov (Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Καραγκάνοφ), ο οποίος είναι συνιδρυτής του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της Ρωσίας και έγινε μέλος της Τριμερούς Επιτροπής το 1998. Για διανοούμενους και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όπως ο Crozier, ο Huntington, ο Watanuki και οι όμοιοί τους, η ποιότητα και η ποσότητα της δημοκρατίας πρέπει να καθορίζονται από τα συμφέροντα και τους αντιληπτικούς ορίζοντες του καπιταλιστικού κατεστημένου σε συνεργασία με τις γραφειοκρατίες που είναι επιφορτισμένες με την προστασία της εθνικής και δημόσιας ασφάλειας (με απλά λόγια, κεφάλαιο συν μυστικές υπηρεσίες και ένοπλες δυνάμεις). Ένας παρόμοιος τρόπος σκέψης χαρακτηρίζει επίσης ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου της Κίνας, δεδομένου ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Κίνα, αν και επισήμως παρέμενε ένα μαρξιστικό/λενινιστικό/μαοϊκό κράτος, αποδέχθηκε το διεθνές σύστημα με τους όρους του συστήματος, αντί να επιδιώξει να επιβάλει τους δικούς της. Έτσι, παρόλο που τα δημοσιευμένα έργα των επίσημων θεσμών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας πρέπει να αναγνωρίζουν την επίσημη ιδεολογία της χώρας, ο H. S. Yee, στο δοκίμιό του «The Three World Theory and post-Mao China’s Global Strategy» (δημοσιευμένο στο International Affairs, Vol. 59, No. 2, 1983, σελ. 239–249), παρατήρησε ότι η κινέζικη εξωτερική πολιτική βασίζεται συστηματικά στον πραγματισμό από το 1979 και μετά.
Η συζήτηση για την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας αναζωπυρώθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, με βάση πολλές εμπειρικές ενδείξεις, όπως το υψηλό επίπεδο δυσαρέσκειας των πολιτών από την πολιτική, το υψηλό επίπεδο πολιτικού αναλφαβητισμού, η μείωση των μελών των πολιτικών κομμάτων, η αυξανόμενη δύναμη των θεσμών χωρίς δημοκρατική λογοδοσία, καθώς και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης, που περιορίζουν τη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Σε αυτή την πολιτική συζήτηση έχουν διατυπωθεί διάφορες θέσεις. Η πιο συντηρητική θέση που έχει διατυπωθεί είναι ένας συνδυασμός του προαναφερθέντος συγγράμματος των Crozier, Huntington και Watanuki με θεωρίες συνωμοσίας, ρατσισμό και ξενοφοβία (π.χ. στο πλαίσιο του κοινωνικοπολιτικού ρεύματος της «Alt-Right» ή «Εναλλακτικής Δεξιάς»). Πράγματι, η «Εναλλακτική Δεξιά», κοινώς γνωστή ως «Alt-Right», έχει συνθέσει τις περιγραφικές και κανονιστικές δηλώσεις που προτάθηκαν από τους Crozier, Huntington και Watanuki στο σύγγραμμά τους με τίτλο The Crisis of Democracy (Η κρίση της δημοκρατίας) με εθνικιστικά και ρατσιστικά επιχειρήματα και θεωρίες συνωμοσίας. Άλλες προσεγγίσεις για την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας εστιάζουν στο πρόβλημα του λαϊκισμού και αποδίδουν την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στους απλούς ή κοινούς ανθρώπους που έχουν ελλιπή γνώση και προβάλλουν παράλογες απαιτήσεις. Το 2018, το θέμα του λαϊκισμού μεταφέρθηκε στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης της συνάντησης Bilderberg. Ωστόσο, οι πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις αποδίδουν την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία, ενώ το πολιτικό ρεύμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού, όπως, π.χ., το έχει εξηγήσει ο σημαίνων Βρετανός διανοούμενος και δημοσιογράφος Martin Wolf (Μάρτιν Γουλφ), εστιάζει στις στρεβλώσεις της αγοράς και (με βάση μια κεϋνσιανή λογική) προσπαθεί να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό, προκειμένου να τον διασώσει από τα εγγενή του προβλήματα. Όλες οι προαναφερθείσες προσεγγίσεις για την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας παραβλέπουν ή/και αποσιωπούν σκόπιμα, πρώτον, τις βασικές αρχές και τις προεκτάσεις της ταξικής σύστασης και συγκρότησης της κοινωνίας και, δεύτερον, τα θεμελιώδη φιλοσοφικά προβλήματα που αναπόφευκτα υπεισέρχονται και αναδύονται σε κάθε ουσιαστική πολιτική συζήτηση (όσον αφορά στα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού, θα πρέπει να αναφερθεί ότι έχουν αναλυθεί έξοχα από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς, ανεξάρτητα από τα κανονιστικά επιχειρήματα και την κομμουνιστική τελεολογία του Μαρξ και του Ένγκελς).
Κατά τη διάρκεια των πρώτων είκοσι πέντε ετών μετά από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το παγκόσμιο σύστημα χαρακτηρίστηκε από ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη και μπόρεσε να προβεί σε εκτεταμένη αναδιανομή του εισοδήματος χωρίς να επηρεάσει ουσιαστικά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η περίοδος αυτή έληξε με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973-74, και, έτσι, το παγκόσμιο σύστημα εισήλθε σε μια εποχή οικονομικής λιτότητας, στην οποία οι οικονομικές κρίσεις και οι υφέσεις γίνονται όλο και πιο συχνές. Το 2008, σημειώθηκε μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, και, το 2020, σημειώθηκε η υγειονομική και οικονομική κρίση COVID-19. Αυτή η μακρά περίοδος οικονομικής δυσπραγίας, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της πολιτιστικής και ιδεολογικής κρίσης, ιδίως στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, δημιουργεί εντάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις και, υπό αυτή την έννοια, επιδεινώνει την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Επίσης, η αύξηση της συχνότητας και της έντασης των κρίσεων έδειξε ότι ο υποτιθέμενος θριαμβεύων καπιταλισμός νοσεί σοβαρά, και η Γαλλίδα πολιτική φιλόσοφος Myriam Revault d’Allonnes μίλησε για μια «κρίση χωρίς τέλος». Η κατάσταση αυτή έφερε στο προσκήνιο την προηγουμένως κρυμμένη πραγματικότητα των γεωπολιτικών-ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων (π.χ. στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και στον Ειρηνικό Ωκεανό κατά τη δεκαετία του 2020) και την πανταχού παρούσα πραγματικότητα των εθνικών συμφερόντων, ενώ, μαζί με αυτές τις εξελίξεις, ήρθε και η περαιτέρω σκλήρυνση των κρατικών πολιτικών και ο περαιτέρω περιορισμός των δημοκρατικών διαδικασιών.
Το διεισδυτικό βιβλίο του Βλαντίμιρ Λένιν Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1917 σε μορφή φυλλαδίου) συνθέτει τις έννοιες που διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς με ορισμένες ριζοσπαστικές φιλελεύθερες προσεγγίσεις, ιδιαίτερα εκείνες του Άγγλου φιλελεύθερου οικονομολόγου και κοινωνικού επιστήμονα John A. Hobson (Τζον Χόμπσον), ο οποίος έγραψε το βιβλίο Imperialism: A Study (η πρώτη έκδοσή του πραγματοποιήθηκε το 1902). Ο Hobson πραγματεύθηκε και ανέλυσε τις αρνητικές χρηματοοικονομικές, οικονομικές και ηθικές πτυχές του ιμπεριαλισμού ως εθνικιστικής επιχειρηματικής πολιτικής, και ο Λένιν πραγματεύθηκε και ανέλυσε την ενοποίηση του βιομηχανικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου καθώς και αυτό που θεωρούσε ως τη συνεπακόλουθη διαίρεση του κόσμου από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το επιχείρημα του Λένιν ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού αποτέλεσε τη διανοητική βάση για τις επόμενες γενεές θεωρητικών που διερευνούσαν τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και κοινωνικών τάξεων σε διεθνή κλίμακα. Ο Ambalavaner Sivanandan (Αμπαλαβάνερ Σιβανάνταν), στο δοκίμιό του «New Circuits of Imperialism» (που δημοσιεύτηκε στο Race and Class, Vol. 30, No. 4, 1989, σελ. 1-19), υποστήριξε ότι, καθώς, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η παραγωγή πλούτου και κέρδους τείνει να βασίζεται περισσότερο στον τομέα των υπηρεσιών παρά στη μεταποίηση, συντελείται μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια οργάνωση της παραγωγής και, κατά συνέπεια, αναδύεται μια κατακερματισμένη, αποκεντρωμένη και παγκόσμια εργατική τάξη. Επιπλέον, ο διακεκριμένος σοβιετικός ιστορικός Genrikh A. Trofimenko (Γκένριχ Τροφιμένκο), στο βιβλίο του The U.S. Military Doctrine (Moscow: Progress Publishers, 1986), παρέχει μια επιστημονικά αυστηρή συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό και την ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη εκδοχή του μαρξισμού και της γεωπολιτικής.
Χρησιμοποιώντας τις δυτικές αρχές του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας (ως κυνικά «φύλλα συκής»), οι Η.Π.Α. και οι σύμμαχοί τους υποστήριξαν ενεργώς και μεθοδικά την ανατροπή της κυβέρνησης της Ουκρανίας το 2013, οδηγώντας στη μετατροπή της Ουκρανίας σε ένα εργαλείο για τη διεξαγωγή ενός «πολέμου δι’ αντιπροσώπου» εναντίον της Ρωσίας, και όντως αυτός ο «πόλεμος δι’ αντιπροσώπου» εξερράγη τον Φεβρουάριο του 2022, όταν η Ρωσία επενέβη στρατιωτικώς στην Ουκρανία για να ανακόψει τη γεωστρατηγική επέκταση του ΝΑΤΟ σε βάρος της. Μάλιστα, πριν η Ρωσία προσαρτήσει τη Χερσόνησο της Κριμαίας, το 2014, και ενόσω η Κριμαία ήταν ακόμη υπό την κυριαρχία της Ουκρανίας, στρατιωτικοί παράγοντες των Η.Π.Α. είχαν επισκεφθεί την Κριμαία με σκοπό να σχεδιάσουν την εγκατάσταση μιας ναυτικής βάσης των Η.Π.Α. εκεί, ώστε να περιορίσουν γεωστρατηγικώς τη Ρωσία και να ελέγξουν τον Εύξεινο Πόντο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ουκρανία μετατράπηκε σε μια γεωπολιτική πλατφόρμα ανταγωνισμού μεταξύ του ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου των Η.Π.Α. και του ενιστάμενου καπιταλιστικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου της Ρωσίας, και το ιδρυμένο σύστημα της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Οι Η.Π.Α. και οι μείζονες στρατηγικοί τους σύμμαχοι δεν κατανόησαν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από τους ιδίους, αλλά ότι περιλαμβάνει μια εσωτερική δυναμική που υπερβαίνει τον ευρωατλαντικό συνασπισμό. Στον νου ενός μεγάλου τμήματος του αμερικάνικου κοινωνικού κατεστημένου, «παγκοσμιοποίηση» σημαίνει «Pax Americana», δηλαδή, την παγκόσμια κυριαρχία των συμφερόντων και των νοοτροπιών των αμερικάνικων καπιταλιστικών και γραφειοκρατικών ελίτ. Αντί, λοιπόν, οι Η.Π.Α. να αποφασίσουν να ωριμάσουν μέσα στην παγκοσμιοποίηση, επέλεξαν την επίδειξη μιας αντιδραστικής συμπεριφοράς μέσω των παραδοσιακών συνταγών του ιμπεριαλισμού και του μιλιταρισμού.
Όμως, το παραδοσιακό βρετανικό μοντέλο διεθνοποίησης της πολιτικής οικονομίας προέβλεπε ότι η ηγεμονική δύναμη θα χρηματοδοτούσε με τα πλεονάσματά της το παγκόσμιο σύστημα, εξαγοράζοντας έτσι, σε έναν βαθμό, το δικαίωμα της ηγεμονίας, και εξασφαλίζοντας την τάση ομοιογενοποίησης του διεθνούς εμπορίου και της παραγωγής καθώς και την ενότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εξού και όταν η Μεγάλη Βρετανία έπαυσε να έχει αυτή τη δυνατότητα, η «Pax Britannica» κατέρρευσε. Οι Η.Π.Α., στην αρχική φάση της «Pax Americana», μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εφάρμοσαν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, την προαναφερθείσα βρετανική συνταγή ηγεμονίας, αλλά, σταδιακά, διολίσθησαν σε μια κατάσταση στην οποία η ηγεμονική δύναμη (εν προκειμένω, οι Η.Π.Α.) – αντί να προμηθεύει κεφάλαια και χρήμα στη διεθνή οικονομία – αποσπά κεφάλαια και χρήμα από τη διεθνή οικονομία σε απεριόριστο μάλιστα βαθμό. Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο της «Pax Americana», η σταθερότητα της αμερικάνικης οικονομίας βασίζεται στην καθαρή αποδυνάμωση των άλλων, τόσο των γεωστρατηγικών ανταγωνιστών των Η.Π.Α. όσο και των ίδιων των γεωστρατηγικών συμμάχων των Η.Π.Α. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκύπτει μια θεμελιώδης αντίφαση: οι Η.Π.Α. βασίζονται στην παγκοσμιοποίηση για να ασκήσουν ηγεμονική εξουσία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ασκούν ηγεμονική εξουσία συρρικνώνει τον διεθνή οικονομικό χώρο και υπονομεύει την αμφίδρομη κινητικότητα των κεφαλαίων και την ενοποίηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εν τω μεταξύ, η ιστορία των δύο πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα έδειξε ότι οι άρχουσες ελίτ της Μεγάλης Βρετανίας είχαν ήδη εκφυλιστεί σε υπηρέτες και αντικατοπτρισμούς της προαναφερθείσας αμερικάνικης πολιτικής.
Συμπερασματικά, υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, οι γεωστρατηγικές κρίσεις και οι γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και στον Ειρηνικό, αποτελούν συνέπειες των εξής θεμελιωδών λόγων:
Πρώτον, αποτελούν συνέπειες των ενδογενών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεύτερον, αποτελούν συνέπειες της σύγκρουσης μεταξύ ενός καπιταλιστικού λόμπι που βασίζεται στη ρητορική της φιλελεύθερης δημοκρατίας (που επικράτησε στη δεκαετία του 1990) και ενός καπιταλιστικού λόμπι που βασίζεται στο σκεπτικό της προαναφερθείσας εργασίας των Crozier, Huntington και Watanuki συνδυασμένο με διάφορα, ανά περίπτωση, στοιχεία εθνικισμού. Στο καπιταλιστικό λόμπι που βασίζεται στη ρητορική της φιλελεύθερης δημοκρατίας, επικρατούν οι νεοφιλελεύθεροι και ορισμένα στοιχεία των νεοσυντηρητικών. Επίσης, σε αυτό το λόμπι, αναπτύσσεται και μια μετανεωτερική θεώρηση της ανθρωπότητας και της κοινωνίας με σκοπό την αποδόμηση τόσο της κλασσικής σκέψης (από την κλασσική ελληνική φιλοσοφία μέχρι και τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό) όσο και παραδοσιακών ταυτοτήτων, προκειμένου να διευκολύνεται η επιβολή μιας φιλελεύθερης ολιγαρχίας επάνω σε έναν διανοητικά, ηθικά και αισθητικά αποπροσανατολισμένο και διαστρεβλωμένο πληθυσμό. Στο καπιταλιστικό λόμπι που βασίζεται στο σκεπτικό της προαναφερθείσας εργασίας των Crozier, Huntington και Watanuki συνδυασμένο με διάφορα, ανά περίπτωση, στοιχεία εθνικισμού, διακρίνουμε δύο τάσεις: η μία βασίζεται στον γνωστό αμερικάνικο νεοσυντηρητισμό και, σε συνεργασία με ορισμένα νεοφιλελεύθερα στοιχεία, προβαίνει σε ωμές προκλήσεις εναντίον της Ρωσίας, ενώ η άλλη τάση αυτού του καπιταλιστικού λόμπι φρονεί ότι μπορεί να συνθέσει με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της Ρωσίας (που σκέπτεται με παρόμοιο τρόπο, από τη δική του πλευρά και για τα δικά του συμφέροντα) ένα σύστημα διεθνούς τάξης βασισμένο στην προαναφερθείσα εργασία των Crozier, Huntington και Watanuki και στην ιστορική κληρονομιά της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648) και της Ιερής Συμμαχίας (1815), και, γι’ αυτόν τον λόγο, Δυτικοί πολιτικοί όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, η Μαρίν Λεπέν, ο Νάιτζελ Φάρατζ, και ο Βίκτορ Όρμπαν εκφράζουν μια συγκαταβατική στάση προς την πολιτική του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.
Τρίτον, η σύγχρονη πολυκρίση προέρχεται από την έλλειψη μιας φιλοσοφικά αριστοκρατικής πολιτικής σκέψης, όπως την είχε διατυπώσει ο Πλάτων στο σύγγραμμά του Πολιτεία.
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ερευνητικού πρότζεκτ που διεκπεραίωσε ο Νικόλαος Λάος με θέμα την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του ως σύμβουλος νοοπολιτικής στο πλαίσιο του Dignity Order, 2023,